Prolegomenon – ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

[ page update: 2017-VI-23 ]

Εισαγωγή. Οι ελληνικές μεταφράσεις των κριτικών εισαγωγών των διατριβών (Προλεγόμενα) δεν συμπεριελήφθησαν στην αρχική σειρά της Ονοματολογίας (Nomenclatura) των Oligochaetologica: N.O. (Reynolds και Cook, 1976), N.O.S.P. (Reynolds και Cook, 1981), N.O.S.S. (Reynolds και Cook, 1989), και N.O.S.T. (Reynolds και Cook, 1993). Ευχαριστούμε τη συνάδελφο και φίλη Δρ. Ευαγγελία Βαβουλίδου που μας παρείχε την μετάφραση του «Προλεγόμενου» γι’ αυτή τη δεύτερη Έκδοση στα ελληνική και η οποία ακολούθησε τις μεταφράσεις των «Προλεγόμενων» στα ελληνικά που παρουσιάστηκαν στην αρχική N.O. σειρά. –J. W. R. και M. J. Wetzel (2014).


ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΟ – PROLEGOMENON
Nomenclatura Oligochaetologica Editio Secunda 2014

Η Δεύτερη Έκδοση της Ονοματολογίας των Ολιγοχαιτών (Nomenclatura Oligochaetologica) [N.O.2] ενημερώνει (Addenda Editioni Primae) και διορθώνει (Corrigenda Editioni Primae) τα ονόματα του γένους, υπογένους, ειδών και υποειδών των Ολιγοχαιτών που έχουν δημοσιευθεί έως σήμερα. Ενσωματώσαμε τα δεδομένα που περιλαμβάνονταν στο N.O. (Reynolds και Cook, 1976) σ’ εκείνα που παρουσιάζονταν στα τρία παραρτήματα – N.O.S.P. (Reynolds και Cook, 1981), N.O.S.S. (Reynolds και Cook, 1989), και N.O.S.T. (Reynolds και Cook, 1993). Ενημερώσαμε επίσης τους καταλόγους και τις συναφείς πληροφορίες, συμπληρώσαμε με καταχωρήσεις δεδομένων για νέες ταξινομικές ομάδες (taxa) που έχουν περιγραφεί αφότου εκδόθηκε το N.O.S.T. το 1993, και αναδιαρθρώσαμε τις παραγράφους: Index Auctorum, IndexAuctoritatum, IndexMuseorum, Glossarium, καθώς και τις βιβλιογραφικές αναφορές της αρχικής N.O. σειράς.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στις σελίδες αναφοράς μέσω της σύνδεσης με τη μπάρα πλοήγησης στο αριστερό και στο επάνω μέρος αυτής της ιστοσελίδας, έχουν διευρυνθεί σε σχέση μ’ εκείνες που παρέχονται στην αρχική N.O. σειρά και αναδιαρθρώθηκαν ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση τους μέσω της χρήσης του διαδικτυακού μοντέλου.

Τα γένη ταξινομήθηκαν στις ίδιες 36 οικογένειες που αναγνωρίστηκαν στο τρίτο παράρτημα (N.O.S.T.: Reynolds and Cook, 1993), με επιπλέον τρεις νέες οικογένειες που προστέθηκαν σ’ αυτό το σημείο: την Parvidrilidae (Erséus, 1999; Proc. Biol. Soc. Wash. 112(2): 328], την Tumakidae [Righi, 1995; Stud. Trop. Andean Ecosystems 4(16): 600], και την Tritogeniidae [Plisko, 2013; African Invertebrates 54(1): 79]. Οι αναφορές γι’ αυτές τις τρεις εκδόσεις συμπεριλαμβάνονται στη σελίδα με τη Βιβλιογραφία {References} η οποία είναι διαθέσιμη μέσω της αριστερής μπάρας πλοήγησης αυτής της ιστοσελίδας.

Δημιουργήσαμε επίσης μια σελίδα, με τίτλο CurrentPerspectives, η οποία είναι προσβάσιμη μέσω της αριστερής (καφέ) μπάρας πλοήγησης. Σε αυτή συμπεριλάβαμε αναφορές (και τις περιλήψεις τους), για τις δημοσιεύσεις που επισημαίνουν τις νέες και διαρκώς εξελισσόμενες προοπτικές που αφορούν στην επιστήμη των ολιγοχαιτών (Oligochaetology), συμπεριλαμβανομένου εκείνων που εστιάζουν στην κατάταξη, στη φυλογένεση, στην ταξινόμηση, στη συστηματική και στην ονοματολογία.

Οι νέες καταχωρήσεις που προστέθηκαν σ’ αυτή τη δεύτερη έκδοση – οι οποίες περιγράφονται ως νέες στην επιστήμη απ’ τη στιγμή της έκδοσης του N.O.S.T. το 1993 καθώς όσες είχαν ακούσια παραλειφθεί απ’ τις προηγούμενες εκδόσεις – δεν επισημάνθηκαν με παρένθεση στην αρχική σειρά (π.χ., ¨[N.O., p. x]”, “N.O.S.P., p. x]”, “[N.O.S.S., p. x]”, ή “[N.O.S.T., p. x]”).

Η ενημέρωση αυτής της διαδικτυακής Δεύτερης Έκδοσης θα είναι δυνατή αμέσως μόλις παραληφθούν οι προσθήκες, οι διορθώσεις, ή οι παραλήψεις από τους συναδέλφους μας.

Προσκαλούμε τους συναδέλφους των οποίων η μητρική γλώσσα προς το παρόν δεν εμφανίζεται σ’ αυτή τη δεύτερη έκδοση, να μας παρέχουν μεταφράσεις για τα Προλεγόμενα (κριτικές εισαγωγικών διατριβών) όπως αυτά παρουσιάζονται στην αρχική σειρά, για τα Προλεγόμενα γι’ αυτή τη δεύτερη έκδοση, και για το Γλωσσάρι/Λεξιλόγιο. –J. W. R. και M. J. Wetzel (2014).


Προτεινόμενη παραπομπή για αυτόν τον διαδικτυακό κατάλογο:

Reynolds, J.W. and M.J. Wetzel. 2017. Nomenclatura Oligochaetologica – A catalogue of names, descriptions and type specimens. Editio Secunda. URL: https://www.inhs.illinois.edu/people/mjwetzel/nomenoligo (accessed: date).


Μεταφράσεις παρέχονται από:
Dr. Evagelia Vavoulidou, Hellenic Agricultural Organization – Demeter, Soil Science Institute of Athens,
1 S. Venizelou Str, 14123 Lykovrissi-Athens; e-mail: evavoul'[AT]’otenet.gr or lia.vavoul'[AT]’nagref.gr

back to top



ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΟ
Πρωτότυπος τίτλος Nomenclatura Oligochaetologica (Reynolds και Cook, 1976)

Τα Oligochaeta είναι μια σημαντική ομάδα δακτυλιοσκωλήκων (annelids), στην οποία περιλαμβάνονται οι κοινοί γαιοσκώληκες, αυτοί που ζουν στα απορρίμματα (sludgeworms), καθώς και μια σειρά από λιγότερο γνωστές τάξεις (taxa) δακτυλιοσκωλήκων που ορισμένες από αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο φυλογενετικό ή και ζωογεωγραφικό ενδιαφέρον. Αποτελούν ζωτικής σημασίας συστατικά για τα περισσότερα χερσαία οικοσυστήματα και οι υδρόβιες ομάδες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανακύκλωση του βένθους των λιμνών, ποταμών, δεξαμενών, ειδικά όταν επικρατούν συνθήκες ευτροφισμού που μπορεί να οφείλεται είτε σε φυσικά αίτια είτε να αποτελούν αποτέλεσμα ρύπανσης. Δύο οικογένειες περιέχουν σημαντικά θαλάσσια είδη και μερικά από αυτά προφανώς περιορίζονται σε απύθμενα βάθη.

Για να κατανοηθεί η βιολογία αυτής της ευρέως διαδεδομένης ομάδας οργανισμών, οι ερευνητές θα πρέπει να είναι σε θέση να ταξινομούν τους δακτυλιοσκώληκες με σιγουριά. Ωστόσο, η εσωτερική ταξινόμηση των oligochaetae είναι πολύπλοκη και γεμάτη από δυσκολίες που απορρέουν από ιστορικούς παράγοντες. Σκοπός μας είναι να εξαλειφθούν κάποιες από τις εν λόγω ιστορικές δυσκολίες και να παραδοθεί ένα θεμελιώδες εργαλείο ταξινόμησης που θα διευκολύνει την έρευνα για τους επιστήμονες που ασχολούνται με την συστηματική ταξινόμηση των γαιοσκωλήκων καθώς και για άλλους χρήστες που ενδιαφέρονται για τους οργανισμούς αυτούς. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα κατάλογο με ονόματα για τα γένη, τα είδη, τα υποείδη και τις υποδιαιρέσεις τους, με παραπομπές στις πρωτότυπες περιγραφές τους, με μια ιστορική καταγραφή της γενικής κατανομής των ειδών καθώς και της περιοχής προέλευσης ή της κατάληξης των τύπων τους για τα υπάρχοντα δείγματα, όπου αυτό βέβαια ήταν εφικτό.

Στις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις, παρέχουμε μια σύντομη ιστορική και συστηματική σύνοψη των Ολιγοχαιτών, καθώς και μια ανασκόπηση του έργου των σημαντικότερων μελετητών σε αυτό το πεδίο έρευνας, με σκοπό να διευκολυνθούν και οι μη εξειδικευμένοι αναγνώστες μας. Σκιαγραφούμε την εξέλιξη στην ονοματολογία των γαιοσκωλήκων (Νοmenclatura Oligochaetologica) και καταλήγουμε στην επεξήγηση των οδηγιών χρήσης για το ευρετήριο παρουσιάζοντας συγκεκριμένα παραδείγματα. Το κείμενο αυτό παρουσιάζεται σε έξι διαφορετικές γλώσσες διότι οι ταξινομητές και ειδικοί επιστήμονες των oligochaetes που επωμίστηκαν την προσπάθεια αυτή είναι διαφορετικών εθνικοτήτων.

The Oligochaeta – Οι γαιοσκώληκες – Mία ανασκόπηση

Τα Οligochaetae μπορούν να οριστούν τα είδη που φέρουν χαρακτηριστικά μεσοδιαστήματα αμφίπλευρα συμμετρικά (πολυάριθμοι όμοιοι δακτύλιοι-μεταμερή), μια αδενική πάχυνση, το επίσαγμα (clitellate), είναι ερμαφρόδιτα (φέρουν πλήρες άρρεν και θήλυ αναπαραγωγικό σύστημα), αναπτύσσουν δακτυλιόσωμα (annelids) το οποίο φέρει ευρύχωρες κοιλότητες (coelom), προστόμιο (ένας μικρός λοβός) στο πρόσθιο μεταμερές, περιστόμιο στο οποίο φέρεται κοιλιακά ένα σχετικά μεγάλο ανοιγμα-στόμα που και έδρα/πρωκτός που φερεται στο τελευταίο μεταμερές. Φέρουν επίσης σχετικά μικρό αριθμό σμηρίγγων (setae) που συνήθως είναι διατεταγμένες σε τέσσερις διακριτές δέσμες του κάθε μεταμερούς, εκτός από το περιστόμιο (peristomium) και την ουρά (Πυγίδιο). Αυτό είναι ουσιαστικά ένα σχήμα σώματος «ένας «σωλήνας μέσα σε έναν σωλήνα» Ο εξωτερικός σωλήνας, ή σωματικό περίβλημα (body wall) συγκροτείται από μια σκληρή εξωτερική στοιβάδα (cuticle) που εκκρίνεται από την επιδερμίδα, ένα στρώμα κυκλικών μυών και από ένα εσωτερικό στρώμα επιμήκη μυών. Η στοματική κοιλότητα ανοίγει εντός ενός σωληνοειδούς εντέρου, το οποίο συγκροτείται από ένα βλεφαροειδές επιθήλιο, ένα λεπτό στρώμα κυκλικών μυών και από ένα στρώμα επικάλυψης από χλωροφόρα κύτταρα (chlorogogen). Το έντερο τροποποιείται στο πρόσθιο άκρο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πραγματοποιείται η αναρρόφηση τροφής (ένα ανεστραμμένο και διογκούμενο παχύρρευστο επίθεμα ραχιαίων κυττάρων, το οποίο συνδέεται σε κάθε περίπτωση με τους περισταλτικούς μύες), για μηχανικούς σκοπούς (ένα ιδιαίτερα μυώδες στομάχι εμφανίζεται σε όλες τις οικογένειες των μεγαδρίλων (megadrile) καθώς και σε ένα είδος των Haplotaxis), για να βοηθήσει στην πέψη (φαρυγγικοί αδένες, ασβεστούχοι αδένες). Το αγγειακό σύστημα (vascular systemis) είναι στενά συνδεδεμένο με το έντερο και αποτελείται από βασικά ραχιαία και κοιλιακά αγγεία τα οποία συνδέονται στο κάθε μεταμερές, είτε άμεσα με συνδέσμους (commisures), είτε έμμεσα μέσω ενός εντερικού πλέγματος. Ένα διπλό κοιλιακό νεύρο (χορδή), εκτείνεται σε όλο το μήκος του σώματος. Φέρει γάγγλια σε κάθε μεταμερές και συνδέεται με τον εμπρόσθιο ραχιαίο εγκέφαλο. Η απέκκριση γίνεται ουσιαστικά μέσω των νεφριδίων (nephridia) που φέρονται στα μεταμερή. Τα νεφρίδια συνήθως απουσιάζουν από ορισμένα εμπρόσθια μεταμερή καθώς και από την περιοχή στην οποία φέρονται τα γεννητικά όργανα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο αριθμός των νεφριδίων περιορίζεται στο ένα νεφρίδιο ή σε λίγα νεφρίδια.

Το αναπαραγωγικό σύστημα αποτελείται από ένα ή δύο ζεύγη όρχεων (σπανιότερα περισσότερα) των οποίων τα γεννητικά προϊόντα διοχετεύονται προς το εξωτερικό μέσω διασταυρούμενων βλεφαριδοτών αρσενικών σπερματικών χοανών και των εκσπερματοφόρων αγωγών (εκφορητικοί αγωγοί / Vasa deferentia). Σε αρκετές οικογένειες, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, λαμβάνει χώρα εκτοδερμικά εναπόθεση θρεπτικών ή οργάνων οχείας (σπερματοδόχες κύστες/σπερματοθήκες, αδένες του προστάτη, φαλλοί αντίστοιχα), όργανα τα οποία αποτελούν τμήμα των αρσενικών γεννητικών οργάνων. Στο οπίσθιο μέρος του αρσενικού συστήματος, υπάρχουν ένα ή δύο ζεύγη ωοθηκών καθώς και μικρές χοάνες ωαγωγού.

Οι επιδερμικοί θύλακες στους οποίους εναποτίθεται και αποθηκεύεται το σπέρμα μετά την συνουσία (σπερματοδόχες κύστες) βρίσκονται συνήθως κοντά στην περιοχή των όρχεων (γονάδων). Το επίσαγμα (clitellum), ένας διογκωμένος αδένας, εκκρίνει βομβύκια εντός των οποίων εναποτίθενται σχετικά μεγάλα πορτοκαλόχρωμα ωάρια, και η ανάπτυξη τους είναι άμεση.

Η πιο σύγχρονη ταξινόμηση των ολιγοχαιτών προτάθηκε από τους Brinkhurst και Jamieson (1971) οι οποίοι ταυτοποίησαν 3 τάξεις και 14 οικογένειες εντός της υποκατηγορίας Oligochaeta (κλάση Clitellata) (vide infra). Στην παρούσα εργασία ακολουθείται το βασικό σύστημα ταξινόμησης των Brinkhurst και Jamieson, όμως εμείς αναγνωρίσαμε 10 οικογένειες των Lumbricina που δεν περιλαμβάνονται στο σύστημα τους (σημειωμένα με * παρακάτω).

Στον κατάλογο αυτό έχουν ταξινομηθεί γένη που ανήκουν σε μία από τις ακόλουθες οικογένειες:

  • Τάξη Lumbriculida
      • Οικογένεια Lumbriculidae
  • Τάξη Moniligastrida
      • Οικογένεια Moniligastridae
  • Τάξη Haplotaxida
    • Υπόταξη Haplotaxina
      • Οικογένεια Haplotaxidae
    • Υπόταξη Tubificina
    • Υπέρ-Οικογένεια Tubificoidea
      • Οικογένεια Tubificidae
      • Οικογένεια Phreodrilidae
      • Οικογένεια Dorydrilidae
      • Οικογένεια Naididae
      • Οικογένεια Opistocystidae
    • Υπέρ-Οικογένεια Enchytraeoidea
      • Οικογένεια Enchytraeidae
    • Suborder Lumbricina
    • Υπέρ-Οικογένεια Alluroidoidea
      • Οικογένεια Alluroididae
    • Υπέρ-Οικογένεια Lumbricoidea
      • Οικογένεια Lumbricidae
      • Οικογένεια Komarekionidae*
      • Οικογένεια Diporochaetidae*
      • Οικογένεια Ailoscolecidae*
      • Οικογένεια Glossoscolecidae
      • Οικογένεια Sparganophilidae*
      • Οικογένεια Criodrilidae*
      • Οικογένεια Microchaetidae*
      • Οικογένεια Hormogastridae*
    • Υπέρ-Οικογένεια Megascolecoidea
      • Οικογένεια Megascolecidae
      • Οικογένεια Acanthodrilidae*
      • Οικογένεια Ocnerodrilidae*
      • Οικογένεια Octochaetidae*
      • Οικογένεια Eudrilidae

Το σύστημα αυτό αποκλείει από την οικογένεια των ολιγοχαιτών τους Aeolosomatidae για διάφορους λόγους ανατομίας (Brinkhurst και Jamieson 1971: 176-177). Αν και τουλάχιστον ένας από εμάς (της εταιρείας DGC) συμφωνεί ότι τα Αeolosomatidae δεν είναι Οligochaetae, εντούτοις τα έχουμε συμπεριλάβει στον κατάλογο αυτό, διότι πολλά από τα δεδομένα ήταν ήδη διαθέσιμα και επειδή κάποιοι από τους πιθανούς χρήστες της Ονοματολογίας (Nomenclatura) θα βρουν την ενσωμάτωση αυτή χρήσιμη. Από την παρούσα εργασία εξαιρέσαμε την οικογένεια των Branchiobdellidae καθώς οι μελετητές της ομάδας αυτής την έχουν αποκλίσει πια από τα oligochaetae. Επίσης στην οικογένεια των Εnchytraeidae δόθηκε λιγότερη προσοχή από ό,τι σε άλλες οικογένειες καθώς κανείς από εμάς δεν μελετάει την οικογένεια αυτή.

Αναγνωρίζουμε είναι πιθανό να δημιουργηθούν ερωτηματικά σχετικά με την παρούσα και τις προηγούμενες εκδόσεις συστηματικής ταξινόμησης των oligochaetae στο επίπεδο της ανώτερης ταξινομικής ιεραρχίας πχ υπερ-οικογένειας, (superafamily). Ωστόσο, οι διαιρέσεις στις οικογένειες είναι σχετικά σαφείς, εκτός από την υπόταξη Lumbricina στην οποία ανάλογα με το σύστημα ταξινόμησης που προτιμά κάποιος. μπορούν να περικλείονται από 5 έως 15 οικογένειες, Κατά την αλλαγή του αιώνα, σε άλλες υποτάξεις (κυρίως microdrilae) σημαντικές οικογένειες εδραιώθηκαν, κυρίως από τους τρεις «γίγαντες» της συστηματικής των oligochaete όπως τους Franz Vejdovský, Wilhelm Michaelsen και Frank Beddard.

Πριν από τον Vejdovský τεράστια ήταν η συνεισφορά στην ταξινόμηση των oligochaete, με τα έργα των: Linnaeus (1758), Müller (1774), Lamarck (1816), Savigny (1826), Dugès (1828), Hemprich και Ehrenberg (1831) και Grube 1850. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταχείριση της ομάδος των oligochaete από τον Grube, διότι ταυτοποίησε δύο σημαντικές τάξεις, αυτές των Naidea και των Lumbricina, οι οποίες ωστόσο αντιστοιχούν σε τεχνητές μεν, αλλά εξαιρετικά χρήσιμες και εύχρηστες κατηγορίες των microdriles και megadriles, που χρησιμοποιούνται ευρέως ακόμη και σήμερα. Οι οικογένειες Aeolosomatidae, Naididae, Tubificidae και Enchytraeidae απάρτιζαν τα Naidea του Grube, ενώ στα Lumbricina εμπεριείχαν τα Lumbriculidae, Haplotaxidae, Megascolecidae, Glossoscolecidae και Lumbricidae. Σήμερα η αντίληψή μας για αυτές τις δύο τεχνητές κατηγορίες έχει ως εξής: Στα κυρίως υδρόβια και σχετικά μικρά microdriles συμπεριλαμβάνονται οι οικογένειες Tubificidae, Naididae, Lumbriculidae, Phreodrilidae, Opistocystidae, Dorydrilidae, Haplotaxidae, Enchytraeidae και Alluroididae. Στα κυρίως επίγεια και σχετικά μεγάλα megadriles συμπεριλαμβάνονται τα Moniligastridae, Glossocolecidae, Lumbricidae, Megascolecidae, Eudrilidae, καθώς και οι 10 οικογένειες που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο κατάλογο των Brinkhurst και Jamieson (1971).

Η κατάταξη των Oligochaeta, πότε με βάση την οικολογία τους και πότε με βάση την ταξινομική τους διαίρεση, αντικατοπτρίζεται και στις δραστηριότητες των ίδιων των μελετητών της συστηματικής τους. Έτσι, οι ερευνητές σήμερα τείνουν να περιορίζουν το πεδίο έρευνας τους είτε μία μόνο ή σε ορισμένες από τις οικογένειες των microdrile, ή σε μια από τις υποδιαιρέσεις των megadriles. Έτσι σπάνια συμμετέχουν σε έρευνες που αφορούν και στα δυο πεδία έρευνας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός όλο και διογκούμενου χάσματος επικοινωνίας μεταξύ των μελετητών της συστηματικής των microdrile και megadrile. Μάλιστα οι δύο ομάδες μελετητών τείνουν να δημοσιεύουν εργασίες σε διάφορα είδη περιοδικών, συμμετέχουν σε διαφορετικές επιστημονικές συναντήσεις και αναπτύσσουν δικά τους συστήματα ταξινόμησης και ονοματολογίας. τ για τα δυο πεδία έρευνας. Τελικά, η στάση αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενοχλητική, διότι δημιουργεί δυσνόητα ή περίπλοκα προβλήματα σε ότι αφορά στις διάφορες Ομοταξίες που συνθέτουν τα microdriles και rnegadriles. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι η πιο πρόσφατη μονογραφία για τα Oligochaeta αποτέλεσε μια προσπάθεια του ταξινομητή να συνδυάσει τα microdrile και megadrile (Brinkhurst και Jamieson 1971), ωστόσο δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να προσαρμόσουμε τα τμήματα του αναπαραγωγικού συστήματος των microdrile με τα αντίστοιχα των megadrile. Για το λόγο αυτό και επειδή ενέχεται ο κίνδυνος να διαιωνιστεί η διαίρεση αυτή, στην έρευνα των oligochaetae, παρουσιάζουμε συνοπτικά έναν απολογισμό από τους σημαντικότερους ερευνητές.

Σημαντικοί Μελετητές της οικογένεια των megadrile των Oligochaetae

Στη 10η έκδοση τουSystemaNaturae του Linnaeus αναφέρονται μόνο δύο είδη γαιοσκωλήκων – το ένα ανήκει στα oligochaetae (Lumbricus terrestris) και το δεύτερο (Lumbricus marinus), που μεταφέρθηκε εδώ και αρκετό καιρό στα πολύτριχα (polychaetes). Μέχρι τις αρχές του 1820, όλοι οι ερευνητές πίστευαν ότι υπήρχε μόνο ένα είδος επίγειου γαιοσκώληκα. Το 1826, ο Savigny περιέγραψε 20 είδη Lumbricidae από την περιοχή του Παρισιού, εικονογραφώντας την ποικιλομορφία των γαιοσκωλήκων, η οποία έγινε εμφανής μετέπειτα.

Οι πρώτοι ειδικοί μελετητές των χερσαίων ολιγοχαιτών ήταν Ευρωπαίοι και μελέτησαν την ευρωπαϊκή πανίδα εντός της Ευρωπαικής Ηπείρου, αλλά και εκτός αυτής. Οι πρώτοι από αυτούς ήταν ο Hoffmeister στη Γερμανία, οι Perrier και Vaillant στη Γαλλία, ο Eisen στη Σουηδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο Vejdovský στην Τσεχοσλοβακία. Προς το τέλος του 19ου αιώνα, σε αυτόν τον τομέα έρευνας προστέθηκαν και άλλοι ευρωπαίοι καθώς και κάποιοι ερευνητές από την Ανατολή. πό αυτούς, ο Michaelsen είναι ένας από τους κυριότερους/σημαντικότερους καθώς το έργο του έγινε παγκοσμίως γνωστό, ο Beddard και ο Friend στην Αγγλία, ο Benham στην Αγγλία και τη Νέα Ζηλανδία, ο Fletcher και ο Spencer στην Αυστραλία, ο Horst στην Ολλανδία, ο Rosa στην Ιταλία και αλλού, ο Ude στη Γερμανία, και ο Goto και ο Hatai στην Ιαπωνία. Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, καθώς τα ταξίδια έγιναν φτηνότερα και ευκολότερα, οι γεωγραφικοί περιορισμοί εξαλείφθηκαν και οι ερευνητές δεν ήταν αναγκασμένοι πια να περιορίζουν την έρευνα τους στο στενό γεωγραφικό τους περιβάλλον. Κατά το πρώτο μισό αυτού του αιώνα, οι βασικότεροι συντελεστές ήταν: Michaelsen, Gates, Cognetti, Rosa, Stephenson, Černosvitov, Beddard, Chen, Pickford, Smith, Pop, Kobayashi and Ribaucourt. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και έως και σήμερα επανήλθε η τάση για έρευνα σε πιο τοπικό επίπεδο. Οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούν πια είναι τέτοιες, ώστε τα μακρινά ταξίδια έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό.Ταξινομικές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη σήμερα στην Αυστραλία από τον Jamieson και τους μαθητές του, στη Νότιο Αφρική από τον Reinecke και τους μαθητές του, στη Νότια Αμερική από τον Righi και τους μαθητές του, στην ενδοχώρα της Ινδίας από τον Julka και τους συνεργάτες του, και στη Βόρεια Αμερική από τους Gates, McKey-Fender και πρόσφατα και από τον Murchie. Και πάλι η Ευρώπη αποτελεί την κύρια πηγή ερευνητών, με τους ο Alvarez, ο Bouché, Graff, Omodeo, Perel, Plisko, Pop, Šapkarev και Zicsi να μελετούν της ευρωπαϊκή πανίδα, ενώ οι Easton, Sims και προσφάτως και ο Ljungström εξειδικεύονται στους μη ενδημικούς σκώληκες της Ευρώπης ή περιοχών.

Σημαντικοί ερευνητές των microdrile Oligochaeta

Περίπου 15 χρόνια μετά την θέσπιση του Lumbricus από το Ληναίο οι ερευνητές άρχισαν σιγά-σιγά να αναγνωρίζουν και να διακρίνουν είδη των microdriles Το 1774 Ο.F. Müller περιέγραψε το κοσμοπολίτικο είδος lumbriculid Lumbriculus variegatus (ως Lumbricus) και προσδιόρισε το κοινό είδος naidid του γένους Nais. Το 1816 ο Lamarck καθιέρωσε το γένος Stylaria των naidid, και το είδος Tubifex του γένους Tubificidae. Ο ίδιος έκανε τον διαχωρισμό μεταξύ των γνωστών γενών Naididae και Tubificidae (όπως η τάξη Vers hispides) των γαιοσκώληκων (τάξη Annelides apodes) εντός της ομοταξίας Vers. Ωστόσο, άλλες πρώιμες ιδέες που αφορούσαν στην ταξινόμηση μικρών υδρόβιων δακτυλοσκώληκων (aquatic worms) ήταν σε μεγάλο βαθμό συγκεχυμένες. Για παράδειγμα, σε μια έγκυρη εργασία τα γνωστά γένη των οικογενειών Aeolosomatidae και Naididae εντάχθηκαν στην τάξη των Rhabdocoela (Turbellaria) (Hemprich και Ehrenberg 1831).

Πολύ δουλειά στον τομέα αυτό πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από Ευρωπαίους μελετητές όπως ο Claparède (στις οικογένειες Tubificidae και Lumbriculidae της Ευρώπης), ο Eisen (στις οικογένειες Tubificidae, Lumbriculidae και Enchytraeidae της Βόρειας Αμερικής και της Αρκτικής), ο Vejdovský (στις οικογένειες Tubificidae, Naididae, Lumbriculidae και Enchytraeidae της Ευρώπης), ο Beddard (στις ανά τον κόσμο οικογένειες Tubificidae, Naididae, Lumbriculidae, Haplotaxidae, και Phreodrilidae), και ο Michaelsen (στην οικογένεια Enchytraeidae). Στη Βόρεια Αμερική, ο Joseph Leidy μελετούσε την οικογένεια Tubificidae στις αρχές της δεκαετίας του 1850 και ο Frank Smith ξεκίνησε τις σπουδές του στην οικογένεια των Lumbriculidae τη δεκαετία του 1890. Οι σημαντικότερες οικογένειες των microdriles εδραιώθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και το γεγονός ότι το εύρος των οικογενειών αυτών παραμένει αξιοσημείωτα σταθερό από τότε αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερα προσεγμένη επιμέλεια και ακρίβεια των μονογραφιών των Vejdovský και Beddard.

Το ξεκίνημα του 20ουαιώνα ήταν ελπιδοφόρα, με την εμφάνιση της σαφέστατης μονογραφίας του Michaelsen (1900), η οποία περιείχε τις περιγραφές όλων των ειδών των oligochaetes που ήταν γνωστά έως και το 1900. Η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε γρήγορα με τις πρωτοποριακές μελέτες του Michaelsen στους oligochaetes της λίμνης Βαϊκάλης. Στις μελέτες αυτές η οικογένεια Lumbriculidae αναγνωρίστηκε ως μια πολυποίκιλη οικογένεια και μάλιστα με σημαντικούς φυλογενετικούς συσχετισμούς. Ένας άλλος διακεκριμένος ταξινομητής κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα ήταν ο Σκωτσέζος John Stephenson, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στη διεύρυνση των έως τότε γνώσεων μας σχετικά με τα microdriles της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας, και από το 1930 η μονογραφία του εξακολουθεί να αποτελεί έως και σήμερα αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών για την ανατομία και την βιολογία των Oligochaeta. Άλλοι σημαντικοί ερευνητές αυτής της περιόδου ήταν ο Benham (Tubificidae και Phreodrilidae του νότιου ημισφαίριου), οι Piguet, Bretscher, ο Černosvitov και Pierantoni στην Ευρώπη (ο τελευταίος περιγράφει τα πρώτα αληθινά γνωστά θαλάσσια oligochaetes), ο Yamaguchi στην Ιαπωνία (Lumbriculidae, Haplotaxidae), οι Welch και Bell στη Βόρεια Αμερική, οι οποίοι μελέτησαν την οικογένεια Enchytraeidae, ο Issosimov (Lumbriculidae) στη Ρωσία, και ο Μάρκους (Naididae) στη Νότια Αμερική.

Ένας σημαίνων και παραγωγικός ερευνητής, του οποίου το έργο έχει χρονική διάρκεια για περισσότερο από 50 χρόνια (από 1926 έως και σήμερα) είναι ο καθηγητής Sergĕj Hrabĕ από την Τσεχοσλοβακία. Στις μελέτες του περιγράφονται οι περισσότερες από τις οικογένειες των microdrile, αλλά η σημαντικότερη συνεισφορά του αφορά στην πανίδα των lumbriculid και tubificid για τις γεωγραφικές περιοχές της ανατολικής και δυτικής Ευρώπης. Πρόσφατα επικεντρώθηκε στη θαλάσσια πανίδα των Tubificidae. Το έργο του αυτό, μαζί με αυτό των Brinkhurst και Cook στη Βόρεια Αμερική, εδραίωσαν την ύπαρξη της σημαντικότατης, αλλά πρότερα απαρατήρητης πανίδας των tubificid μέσα στη θάλασσα.

Από το B’ Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι και σήμερα, έχουν δημοσιευτεί τέσσερις σημαντικές μονογραφίες: α) του Sperber (1948) στην οικογένεια Naididae, β) των Nielsen και Christensen (1959) για το Ευρωπαϊκό Enchytraeidae, γ) της Čekanovskaya (1962) σχετικά με τα υδρόβια Oligochaeta στη Ρωσία και δ) των Brinkhurst και Jamieson (1971) για τα υδρόβια oligochaetae του πλανήτη. Η τελευταία περιείχε περιγραφές όλων των γνωστών υδρόβιων ειδών και πρακτικά αποτελεί μία πραγμάτευση όλων των γνωστών οικογενειών των microdrile μέχρι σήμερα με εξαίρεση αυτής των Enchytraeidae. Σε αυτό το σημαντικό έργο συνοψίζονται επίσης γνώσεις σχετικά με την ανατομία, εμβρυολογία και οικολογία των υδρόβιων ολιγοχαιτών. Επίσης για πρώτη φορά από την εποχή του Stephenson (1930) εξετάζονται από φυλογενετική σκοπιά όλοι οι oligochaetes

Η ταξινομική αναθεώρηση των Enchytraeidae είναι απολύτως αναγκαία παγκοσμίως. Αν και αναγνωρίζουμε πως ο χειρισμός της συγκεκριμένης οικογένειας στον κατάλογο της συγκεκριμένης Ονοματολογίας είναι κάπως ατελής, ελπίζουμε ότι οι προσπάθειές μας θα βοηθήσουν και θα διευκολύνουν το έργο των ταξινομητών που έχουν επωμιστεί την ευθύνη να φέρουν σε πέρας την ταξινόμηση της συγκεκριμένης οικογένειας.

Η Ιστορία και εξέλιξη της Ονοματολογίας/ Nomenclatura Oligochaetologica

Για περισσότερο από δύο δεκαετίες, ο Dr. Gordon E. Gates από το Bangor, Maine των ΗΠΑ, ξεκίνησε την συλλογή αρχείου τύπων (ολότυπων και παράτυπων) των ολιγοχαιτών και έστησε ένα δίκτυο επικοινωνίας με τα ερευνητικά ινστιτούτα στα οποία θα μπορούσαν να μελετηθούν. Ξεκίνησε την έκδοση της Nomenclatura Oligochaetologica καθώς διαπίστωσε πως οποιοσδήποτε ερευνητής χρειαζόταν βοήθεια σε κάποιο πρόβλημα ονοματολογίας των Oligochaeta είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από δυσκολίες:

1) Μέχρι και πρόσφατα από τη βιβλιογραφία της ταξινομίας παραλειπόντουσαν οι πληροφορίες σχετικά με τους ολότυπους/παράτυπους των ολιγοχαιτών και την τύχη τους. Πριν το 1900 δεν υπήρχαν καταχωρήσεις για τους ολότυπους / παράτυπους και πολλοί από αυτούς ήρθαν στο φώς χάρη στις προσπάθειες επανεξέτασης τους από πολλούς ερευνητές. Πολλοί από τους συγγραφείς που περιέγραψαν πολλά από τα είδη των Oligochaetae, όπως για παράδειγμα ο Beddard, ο Gates, ο Michaelsen και ο Stephenson, δεν υποδεικνύουν τον ολότυπο εκτός και αν το είδος αντιπροσωπεύεται απο ένα μόνο δείγμα.

2) οι περισσότεροι από τους συγγραφείς δεν είναι πια εν ζωή και έτσι είναι αδύνατη η επικοινωνία μαζί τους για να μας διαφωτίσουν ως προς την τύχη των τύπων (ολότυπων-και παρατύπων) που είχαν στην κατοχή τους.

3) πολλοί από τους πρώτους ολότυπους και παράτυπους δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση εξαιτίας της ακατάλληλης συντήρησης τους ή της συμπίεσης τους σε πολύ μικρά για το μέγεθος τους κουτιά. Έτσι, η αξία τους σήμερα δεν θεωρείται σημαντική.

4) πολλοί από τους ολότυπους και παράτυπους έχουν χαθεί ή καταστραφεί ως αποτέλεσμα καταστροφών που προήλθαν είτε από φυσικά, είτε απο ανθρώπινα αίτια. Ακόμα και σε συνθήκες άριστης συντήρησης, πολλοί σκώληκες εκφυλίζονται με το χρόνο.

5) εάν δεν υπάρχει κανένας ολότυπος ή παράτυπος για κάποιο είδος, είναι αρκετά πιθανό να μην έχει δοθεί κανένας τόπος προέλευσης τους ή πιο πιθανό να είχε δοθεί ένα πολύ γενικό όνομα (όπως π.χ. το όνομα της χώρας, της περιοχής ή ακόμα και της Ηπείρου), ή αρκετά πιθανό να μην υπάρχει πια εξαιτίας των διαφόρων πολιτισμικών αλλαγών και καταστροφών που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αναζήτηση ολότυπων και παρατύπων από συγκεκριμένες περιοχές (τοπο-τύπων).

Το 1972, έπειτα από 20 και πλέον χρόνια δουλειάς του καταλόγου, ο Δρ Gates, παρέδωσε το σχετικό αρχείο στον αρχισυντάκτη προκειμένου ολοκληρωθεί το έργο αυτό, να δημοσιευτούν τα ευρήματα της μελέτης και να καταστούν διαθέσιμα στους σημερινούς και μελλοντικούς ερευνητές. Κατά την διάρκεια της συλλογής του αρχείου καταγραφών ο Gates απευθύνθηκε σε πολλά ερευνητικά ιδρύματα ανά τον κόσμο και δημιούργησε ένα αρχείο αλληλογραφίας στο οποίο συγκέντρωνε πληροφορίες, τις οποίες και αξιοποιήσαμε προκειμένου να ολοκληρώσουμε τον κατάλογο της νομενκλατούρας των Nomenclatura Oligochaetologica, όνομα το οποίο είχε δοθεί στο συγκεκριμένο έργο αρχικά από τον Δρ Gates. Σχεδόν αμέσως μετά από την έναρξη της ενασχόλησης του κύριου συντάκτη με το έργο αυτό, του δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτεί πολλά μουσεία και συλλογές σε διάφορες ηπείρους και να συλλέξει πληροφορίες για ολότυπους και παρατύπους των Oligochaeta. Στη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού γεννήθηκε η ιδέα να συμπεριληφθούν οι ολότυποι και παράτυποι που βρίσκονται στα διάφορα Ινστιτούτα-όπου αυτό ήταν δυνατό-και να ενσωματωθεί η κάθε καταχώρηση τους στον κατάλογο της νομενκλατούρας.

Το 1974, ο αρχισυντάκτης επικοινώνησε με έναν παλιό φίλο και συνάδελφο του και του ζήτησε να βοηθήσει στην ονοματολογία των ολιγοχαιτών. Η ποικιλομορφία και διασπορά των ολιγοχαιτών σήμερα είναι πολύ εκτεταμένη και ένας μόνο ερευνητής δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί το έργο επαρκώς. Έτσι αποφασίστηκε πως το έργο θα μπορούσε να περατωθεί καλύτερα με κοινή συνδρομή των ειδικών της Επιστημονικής Εταιρείας για τα υδρόβια είδη (DGC) και των ειδικών της επιστημονικής εταιρείας για Χερσαία είδη Ολιγοχαιτών (JWR).

Κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων ετών, οι συγγραφείς κάνουν επανέλεγχο των καταχωρήσεων και προσπαθούν να ενημερώνουν συνεχώς το χειρόγραφο. Επίσης, στηριζόμαστε σε μεγάλο βαθμό στους συναδέλφους μας προκειμένου να μας κρατούν καλά ενήμερους σχετικά με την έρευνα τους για τους Oligochaeta και στην αναζήτηση ευρέσεως απαντήσεων στα αναπάντητα ερωτηματικά μας. Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που χαιρετήσαμε για τη βοήθεια τους προηγουμένως είμαστε πραγματικά ευγνώμονες.

Χρησιμότητα της Ονοματολογίας των Ολιγοχαιτών (Nomenclatura Oligochaetologica)

Ο κατάλογος Nomenclatura Oligochaetologica θα αποτελέσει ένα χρήσιμο βοήθημα για όλους όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα με την ονοματολογία των Oligochaeta. Όσοι ασχολούνται με τη συστηματική αναθεώρηση τους, μπορούν πια να εντοπίζουν εύκολα τις αρχικές αναφορές καθώς και τις περιγραφές των ολοτύπων και παρατύπων τους. Επίσης είναι εύκολο να ενημερωθεί κάποιος για τις γενικές μετατοπίσεις οποιουδήποτε είδους. Το κείμενο αυτό θα αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική βοήθεια για όσους ασχολούνται με την περιγραφή νέων ειδών ή γενών στην τάξη των Oligochaeta καθώς στο συγκεκριμένο βιβλίο παρέχεται λίστα με τα ονόματα που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί και ως εκ τούτου είναι ήδη καταχωρημένα, άκυρα ή μη διαθέσιμα. Οι ταξινομητές (Taxonomists) και οι ερευνητές της συστηματικής Ζωολογίας δεν είναι οι μόνοι που μπορούν να συμβουλεύονται τον συγκεκριμένο κατάλογο. Σε πολλά συναφή αντικείμενα έρευνας απαιτείται το ιστορικό της ονοματολογίας και της κατάταξης ενός συγκεκριμένου είδους. Γεωπόνοι, Υδατοκαλλιεργητές, Οικολόγοι, Βιολόγοι, Ηθολόγοι, Φυσιολόγοι, Φυλογενετιστές, Ζωολόγοι Εδάφους, Γεωγράφοι Πανίδας είναι μόνο λίγες από τις συναφής ειδικότητες των πιθανών αναγνωστών αυτού του έργου.

Οδηγίες χρήσεως του εργαλείου Nomenclatura Oligochaetologica

Η δημοσιεύσιμη μορφή του κειμένου αποφασίστηκε από τους συγγραφείς βάση της λογικής να χρησιμοποιηθεί ένα σύστημα, το οποίο θα μπορούσε να είναι διαχρονικά αποδοτικό/εύχρηστο. Για το λόγο αυτό απορρίφτηκαν όλα τα συστήματα που βασιζόταν στην συστηματική ή εξελικτική και προτιμήθηκε ένα σύστημα αλφαβητικής τυποποίησης. Οι συγγραφείς ευελπιστούν πως θα είναι σε θέση να δημοσιεύουν συμπληρωματικές εκδόσεις του τρέχοντος αρχικού καταλόγου κάθε 5-10 χρόνια, έτσι ώστε να γίνονται οι αναγκαίες διορθώσεις ή προσθήκες στις αρχικές καταχωρήσεις, να περιλαμβάνονται στον κατάλογο οι τυχόν παραλείψεις ειδών, καθώς και να προστίθενται τα είδη που θα περιγράφονται στο μεσοδιάστημα.

Στο «Nomenclator Generum» παρουσιάζονται με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των γενών όπως αυτά χρησιμοποιούνται για τα Oligochaeta, καθώς και οι διαφοροποιήσεις στην ορθογραφία τους όπως αυτές εντοπίστηκαν στη βιβλιογραφία. Διερευνώντας τη φόρμα των καταχωρήσεων, για παράδειγμα στην έκτη καταχώρηση εμφανίζεται

Adelodrilus Cook, 1969; Biol. Bull. 136(1): 13; Type: A. anisocytosis (Cook, 1969).

Το γένος Adelodrilus περιγράφηκε από τον David Cook το 1969 στο περιοδικό Biological Bulletin, τόμος 136, αριθμός 1, σελίδα 13. Το είδος Adelodrilus anisosetosus επιλέχθηκε ως ο ολότυπος για το γένος Adelodrilus. Οι επεξηγήσεις για το συγγραφέα και οι συντμήσεις της βιβλιογραφίας βρίσκονται στα παραρτήματα Ι [the Index Auctorum in NO2] και ΙΙ [the Index Auctoritatum in NO2], αντίστοιχα.

Θα συνεχίσουμε χρησιμοποιώντας το ίδιο παράδειγμα για να παρουσιάσουμε τη φόρμα της ονοματολογίας των ειδών (Specierum Nomenclator),

anisosetosus, Adelodrilus Cook, 1969; Biol. Bull. 136 (1): 13; USNM 38251–2.

Το είδος A.anisosetosus περιγράφτηκε από τον David Cook το 1969 στο περιοδικό Biological Bulletin, τόμος 136, αριθμός 1, στη σελίδα 13. Οι ολότυποι και παράτυποι του είδους βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο των ΗΠΑ, με αριθμό καταλόγου 38251 για το ολότυπο και με αριθμό καταλόγου 38252 για τους παράτυπους. Οι επεξηγήσεις του συγγραφέα, η βιβλιογραφία και οι συντμήσεις για το Μουσείο, βρίσκονται στα Παραρτήματα Ι [the Index Auctorum in NO2], ΙΙ [the Index Auctoritatum in NO2] και ΙΙΙ [the Index Museorum in NO2], αντίστοιχα.

Τα είδη και οι υποκατηγορίες των τάξεων έχουν τοποθετηθεί στον κατάλογο Nomenclator Specierum αλφαβητικά, κάτω από το αρχικό διώνυμο ή πολυώνυμο. Ο συγγραφέας αναφέρεται πάντα στο χαμηλότερο ταξινομικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στις ακόλουθες περιπτώσεις

penetralis var. Pheretima campanulata Gates, 1931.

Το υποείδος Pheretima campanulata, var. penetralis περιγράφεται από τον Gates το 1931. Αν κάποιος ελέγξει κάτω απο τα ειδη campanulata, θα βρεί την ακόλουθη καταχώριση:

campanulata, Perichaeta Rosa, 1890.

Έτσι, το είδος που σήμερα είναι γνωστό ως Pheretima ή Metaphire campanulata είχε αρχικά περιγραφεί από τον Rosa στο γένος Perichaeta. Η καταχώρηση αυτή διπλασιάζεται στα υποείδος ή ποικιλία P. campanulata campanulata Rosa, 1890 ή Ρ. campanulata var. typica Rosa, 1890.

Οι συγγραφείς θεωρούν πως είναι περιττό να συμπεριληφθεί ο συγγραφέας του αρχικού είδους, μιας και αναφέρεται σε άλλα σημεία του κειμένου. Επιπλέον, θεωρούν ότι η κατονομασία των ονομάτων για τα υποείδη είναι κατανοητός. Η ενσωμάτωση στο κείμενο των συγκεκριμένων δύο στοιχείων της πληροφορίας μόνο θα αύξανε το μέγεθος του κειμένου, χωρίς να παρέχεται ωστόσο κάποια νέα πληροφορία.

Αν ένα συγκεκριμένο όνομα χρησιμοποιείται για κάποια ομάδα ταξινόμησης ακριβώς κάτω από τις καταχωρήσεις των ειδών, τότε οι καταχωρήσεις ακολουθούν την εξής σειρά: μορφή (f), μεταλλαγμένος ( m), φυλή (r.), υποείδος (ss.) και ποικιλία (var.). Η ανωτέρω διάταξη χρησιμοποιήθηκε μόνο για να διατηρηθεί η αλφαβητική σειρά και δεν δηλώνει σε καμιά περίπτωση προτεραιότητα για τη θέση ταξινόμησης σε οποιασδήποτε ταξινομική ομάδα. Σύμφωνα με τον Διεθνή Κώδικα Ζωολογικής Ονοματολογίας, η ομάδα των ειδών περιλαμβάνει μόνο τις κατηγορίες του είδους και υποείδους (specific και subspecific) (άρθρο 45 (α) Για λόγους πληρότητας του καταλόγου και προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικά προβλήματα, λήφθηκαν επίσης υπόψη όλες οι ενδο- υποκατηγορίες των Ταξινομικών ομάδων (infrasubspecific taxa). Για παράδειγμα, στο μέλλον ίσως κάποιος να εισηγηθεί πως μια μορφή, ποικιλία ή φυλή κάποιου συγκεκριμένου είδους θα πρέπει αναδεχθεί σε αυτοτελές είδος .Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν φρόνιμο να διατηρηθεί το ίδιο όνομα –εάν βέβαια είναι διαθέσιμο- για τα είδη, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγχυση στην ήδη περίπλοκη ιστορία της ονοματολογίας των Oligochaetae. Για τον ίδιο λόγο στις περιπτώσεις όπου κάποιο όνομα χρησιμοποιείται ήδη στην περιγραφή κάποιας ενδο-υποκατηγορίας θα πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση του ίδιου ονόματος στις περιγραφές των νέων ειδών του γένους ή αυτών που σχετίζονται στενά με το συγκεκριμένο γένος και αυτό προκειμένου να αποφευχθούν καταχωρήσεις που μπορεί να τα συγχέουν με συγγενικά είδη. Επίσης στην ονοματολογία Nomenclator Specierum, κάποιος μπορεί να συναντήσει καταχωρήσεις όπως η ακόλουθη:

aberratus, Anteus Mich. 1900; Thamnodrilus, Rhinodrilus, Arch. Naturg. 66 (1): 263, ZMUH8507.

Το είδος Anteus aberratus περιγράφτηκε από τον Michaelsen το 1900. Έκτοτε, ο ίδιος ο Michaelsen καθώς και άλλοι ερευνητές κάποια στιγμή τοποθέτησαν το συγκεκριμένο είδος τόσο στο Thamnodrilus όπως και στο Rhinodrilus. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πιθανό ένα είδος να έχει επανενταχτεί στο γένος με το οποίο είχε περιγράφει αρχικά Σκοπός της εργασίας αυτής ωστόσο δεν είναι να αξιολογήσει τις μεθόδους/τρόπους με τους οποίους γίνεται η ταξινόμηση των ειδών. Καθώς ο κάθε ερευνητής μπορεί να έχει διαφορετική άποψη για την τρέχουσα γενική κατάταξη των ειδών, αποφύγαμε να αναφερθούμε στις πιθανές τοποθετήσεις ειδών σήμερα. Η αλφαβητική κατάταξη εγκαταλείφθηκε και αντί αυτής χρησιμοποιήθηκε η χρονολογική κατάταξη για τις καταχωρήσεις των γενών. Για παράδειγμα το είδος Anteus aberratus αφαιρέθηκε από το γένος Anteus και τοποθετήθηκε στο γένος Thanmodrilus πριν από την τελική κατάταξη του στο γένος Rhinodrilus. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποια είδη μπορεί να έχουν επανενταχθεί στο γένος στο οποίο είχαν αρχικά περιγραφεί μεταξύ της δεύτερης και τρίτης κατάταξης τους σε κάποιο γένος. π.χ. tο είδος Anteus aberratus στο γένος Thamnodrilus, έπειτα ξανά στο γένος Anteus και στη συνέχεια στο γένος Rhinodrilus. Στόχος μας είναι απλά να δείξουμε σε ποια γένη έχει καταταγεί κάποιο είδος.

Στην περίπτωση πολλαπλών καταχωρήσεων για κάποιο είδος, η πρώτη καταχώριση αντιπροσωπεύει τον ολότυπο (holotype), εφόσον είχε προσδιοριστεί κάποιος ως ολότυπος και οι υπόλοιποι αντιπροσωπεύουν τους παράτυπους (paratypes ή type series). Για παράδειγμα στην περίπτωση του ablata var. Pheretima sedgwicki Ude, 1905; Z. Wiss. ΖοοΙ. 83: 405? MNHU 3063, 3061, 3065. Το δείγμα 3063 που βρίσκεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Βερολίνου (Museum für Naturkunde der Humboldt Universität Berlin) αντιπροσωπεύει τον ολότυπο (holotype) του είδους, ενώ τα δείγματα 3061 και 3065 τους παράτυπους.

Αν κάποιος ολότυπος (holotype) ή κύριος παράτυπος αναφέρεται στις καταχωρήσεις ενός ή περισσοτέρων μουσείων, τότε ως ολότυπος ή κύριος παράτυπος θεωρείται αυτός που αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε κάποιο από τα Ινστιτούτα.

Σύμφωνα με την εμπειρία των συγγραφέων το υλικό από τα περισσότερα Μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές είναι διαθέσιμο με τη μορφή δανεισμού στους ειδικούς για να πραγματοποιούν την ταξινομική τους έρευνα.

Δεδομένου ότι τα περισσότερα Μουσεία δεν διαθέτουν προσωπικό εξειδικευμένο στους γαιοσκώληκες (oligochaetologist), πιστεύουμε πως η αρίθμηση τους στον κατάλογο μας με τον κωδικό του Μουσείου, θα αποτελέσει ένα ιδιαίτερα χρήσιμο βοήθημα για το προσωπικό των μουσείων προκειμένου να επεξεργάζονται τα αιτήματα των ερευνητών.

Κατά τη διάρκεια της συλλογής των δεδομένων για τον κατάλογο της «Nomenclatura Oligochaetologica», διαπιστώθηκε ότι μία συλλογή σημαντικού μάλιστα μεγέθους, δεν παρέχεται προς δανεισμό. Τα δείγματα της συγκεκριμένης ιδιωτικής συλλογής που ανήκουν στον Δρ S.Hrab από το Μπρνο είναι διαθέσιμα στους εξειδικευμένους ερευνητές, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, ο ερευνητής θα πρέπει να μεταβεί ο ίδιος στο Μπρνο. Προς γνώση των συγγραφέων, ενημερώνουμε πως τα δείγματα από όλες τις άλλες συλλογές μπορούν να τους αποσταλούν με συστημένη ταχυδρομική αποστολή. Υπάρχουν διαφόρων ειδών σημειογραφίες που συνοδεύουν κάποιες από τις καταχωρήσεις των γενών και των ειδών. Η χρήση της έκφρασης «μη προσδιορισμένος Τύπος» σημαίνει όπως ο συγγραφέας και ενδεχομένως και ο πρώτος αναθεωρητής (Revisor), δεν προσδιόρισαν τον ολότυπο.

Στην περίπτωση των δειγμάτων Typus in auctoris collection ή Typus-auctoris collection, συνήθως δεν υπάρχει κάποια μορφή σύνδεσης του συγγραφέα με κάποιο κύριο ινστιτούτο και/ή επειδή υπάρχουν πολύ λίγοι τέτοιοι ολότυποι ή παράτυποι, απαιτείται ένας ειδικός κωδικός στο παράρτημα ΙΙΙ. Οι δυο φράσεις που συχνά απαντώνται είναι Typus amissus και Typus perditus. H πρώτη έκφραση υποδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος ολότυπος ή παράτυπος προς το παρών δεν υπάρχει παρότι κάποιο είδος είχε προσδιοριστεί και καταχωρηθεί στον κατάλογο. Ωστόσο, δεν μπορεί να εντοπισθεί τη δεδομένη χρονική στιγμή, αν και είναι πιθανό να υπάρχει καταχωρημένο κάπου αλλού. Η δεύτερη έκφραση χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες έχουμε ενημερωθεί από τους αρμόδιους συγγραφείς ή υπεύθυνους των μουσείων πως οι συγκεκριμένοι ολότυποι ή παράτυποι πεταχτεί. Μερικοί κωδικοί ινστιτούτων/Φορέων δεν ακολουθούν κάποια αρίθμηση π.χ

argentatus, Mesenchytraeus Nurm., 1970; Ann. Zool. Fenn. 10: 405; HUZM.

Το Ζωολογικό Μουσείο του Πανεπιστήμιου στο Ελσίνκι δεν διαθέτει αριθμούς καταλόγου για τους τα είδη ολότυπων ή παράτυπων που έχει στη διάθεση του. Εάν δεν αναφέρεται ο ολότυπος ή παράτυπος του, e.g.

acanthinurus, Thamnodrilus Cogn., 1904; Boll. Mus. Torino 19(474): 10.

Δεν έχουμε στη διάθεση μας καμία πληροφορία για την σημερινή τοποθεσία του συγκεκριμένου ολότυπου ή παράτυπου καθώς και καμία άλλη πληροφορία για το συγκεκριμένο δείγμα. Αυτό υποδεικνύει πως το δείγμα αυτό είτε λείπει είτε έχει καταστραφε.

Ο πρώτος τόμος του καταλόγου Nomenclatura Oligochaetologica περιέχει 573 καταχωρήσεις στον «Nomenclator Generum» και 5753 στο «Nomenclator Specierum». Οι συγγραφείς τους είναι πεπεισμένοι ότι ανεξάρτητα απο την χρονική διάρκεια ή τη φιλόπονη έρευνα τους, το έργο αυτό δεν θα είναι ποτέ πλήρης. Με το σκεπτικό αυτό παρουσιάζουν το πρώτο τόμο του καταλόγου της Ονοματολογίας «Nomenclatura Oligochaetologica» και ζητούν από τους συναδέλφους και τους φορείς που φιλοξενούν δείγματα από ολότυπους και παράτυπους γαιοσκωλήκων, να τους ενημερώσουν για τυχόν λάθη και παραλείψεις. Στόχος τους συγγραφέων είναι η έκδοση συμπληρωματικών εκδόσεων κάθε 5-10 χρόνια προκειμένου να επικαιροποιείται ο συγκεκριμένος τόμος και να διορθώνονται τυχόν λάθη και παραλείψεις. – J.W.R. και D.G.C. (1976).


Βιβλιογραφία

Brinkhurst, R. O., and B. G. M. Jamieson. 1971. Aquatic Oligocheata of the World. Oliver & Boyd, Edinburgh. 860 p.

Čekanovskaya, O. V. 1962. The aquatic Oligochaeta of the U.S.S.R. Opred. Faune. S.S.S.R. 78: 3-411 (in Russian).

Dugès, A. 1828. Récherches sur la circulation, la respiration, et la reproduction des Annelides abranches. Ann. Sci. Nat. 15: 284-337.

Grube, E. 1850. Die Familien der Anneliden, mit Angabe ihrer Gattungen und Arten. Berlin.\

Hemprich, F. G., and C. G. Ehrenberg. 1831. In Ehrenberg, C. G. 1828 and 1831. Symbolae Physicae, seu leones et descriptiones Corporum Naturalium novorum aut minus cognitorum, quae ex itineribus per Libyam, Aegyptum, Nubiam, Dongelam, Syriam, Arabiam et Habessiniam. Berolini.

Lamarck, J. B. P. 1816. Histoire naturelle des animaux sans vertebres. Vol. 3. Paris.

Linneus [sic: Linnaeus], C. 1758. Systema Naturae. 10th edition.

Michaelsen, W. 1900. Oligochaeta in Das Tierreich. Berlin. 575 p.

Müller, O. F. 1774. Vermium terrestrium et fluviatilium. Havniae & Lipsiae.

Nielsen, C. O., and B. Christensen. 1959. The Enchytraeidae: critical revision and taxonomy of European species. Nat. Jutl. 8-9: 7-160.

Savigny, J. C. 1826. Memoire sur les Lombrics par Cuvier. Mém. Acad. Fr. 5: 176-184.

Sperber, C. 1948. A taxonomical study of the Naididae. Zool. Bidrag. 28: 1-296.

Stephenson, J. 1930. The Oligochaeta. Clarendon Press, Oxford. 978 p.

back to top



ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΟ
Πρωτότυπος τίτλος Nomenclatura Oligochaetologica Supplementum Primum (Reynolds και Cook, 1981)

(Reynolds και Cook, 1976) (ο οποίος από εδώ και στο εξής θα αναφέρεται με τη συντομογραφία N.O.), προσπαθήσαμε να προσαρτήσουμε όλα τα ονόματα των ενών, των ειδών και υποειδών που χρησιμοποιήθηκαν για τα ολιγοχαιτα από την εποχή του Ληναίου, στην 10η έκδοση του έργου του Systema Naturae (1758) έως και τις 31 December 1975; Για το κάθε όνομα παραθέτουμε όλες τις γνωστές πληροφορίες για την πρωτότυπη περιγραφή και καταγραφή ολότυπων ή παράτυπων από τα γνωστά έως σήμερα δείγματα. .Στο Ν.Ο του 1976 περιέχονται 573 καταχωρήσεις στο (Nomenclator Generum) και 5753 στο (Nomenclator Specierum). Σε αυτό το πρώτο συμπληρωματικό τεύχος του Ν.Ο. περιλαμβάνονται νέες ταξινομικές ομάδες (taxa), οι οποίες περιγράφτηκαν μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1976 και της 31ης Δεκεμβρίου 1980. Οι ταξινομικές ομάδες (taxa) που περιγράφτηκαν πριν από τις 31 Δεκ. του 1975, αλλά παραλείφθηκαν από τον N.O. καθώς και οι διορθώσεις των διαφόρων λαθών που ευγενικά επισημάνθηκαν από τους συναδέλφους μας στον N.O. περιείχε 47 καταχωρήσεις στο Nomenclator Generum και 401 στο Nomenclator Specierum.

Η Εισαγωγή του Ν.Ο περιλαμβάνει (στις έξι γλώσσες της διάσκεψης) ενότητες όπως η σύντομη ανασκόπηση των κυριότερων ειδικών στην ταξινόμηση των ολιγοχαιτών, το ιστορικό της εξέλιξης του ΝΟ καθώς και οδηγίες χρήσης του. Επειδή ο Ν.Ο. δημοσιεύθηκε μόλις πριν από 5 χρόνια, οι πληροφορίες που παρέχει είναι ακόμα σχετικά πρόσφατες και δεν θα τις επαναλάβουμε εδώ. Τα ίδια τρία παραρτήματα που χρησιμοποιήθηκαν στον Ν.Ο. χρησιμοποιήθηκαν και εδώ: Ευρετήριο (Index) Auctorum που περιέχει τις νέες καταχωρήσεις καθώς και τα πλήρη ονόματα, τα οποία ήταν ελλειπή στον N.O. Ευρετήριο Auctoritatum στο οποίο απαριθμούνται μόνο τα περιοδικά (και άλλες πηγές) που δεν είχαν συμπεριληφθεί στον N.O., και Ευρετήριο Museorum, στο οποίο περιλαμβάνονται οι καταθέσεις των νέων ολοτύπων και παράτυπων καθώς και οι μεταβολές των υπευθύνων των μουσείων (ή επαφών) που αναφέρονται στο Ν .Ο. Αρκετές σημειολογίες χρησιμοποιούνται συχνά και ακλουθούν τις καταχωρίσεις στη ενότητα Corrigenda Editioni Primae του Nomenclator Specierum. Typus locatus in, αναφέρονται και απαριθμούν ολότυπους ή παράτυπους που έλλειπαν ή παρέμεναν άγνωστοι στον N.O. και έχουν πια αναγνωριστεί. Στην περίπτωση του typus quoque locatus in, ένα μέρος απο τους παράτυπους είχε απαριθμηθεί στο αρχικό βιβλίο και τώρα προστέθηκαν και οι υπόλοιποι. Η έκφραση Typus translatus ad χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τους νέους τύπους χώρων αποθήκευσης/φύλαξης. π.χ. οι ολότυποι ή παράτυποι που έχουν μεταφερθεί σε μια νέα τοποθεσία. Η έκφραση Lapsus calami pro υποδηλώνει τυπογραφικά λάθη που εντοπίστηκαν στον Ν.Ο.

Μετά την δημοσίευση του Ν.Ο., τρεις νέες υπερ-οικογένειες και τέσσερις νέες οικογένειες έχουν αναγνωριστεί εντός τη υπόταξεως Lumbricina (σημειώνονται με αστερίσκο παρακάτω). Σε αυτό το συμπληρωματικό τεύχος έχουμε καταχωρήσει τα γένη σε μία από τις ακόλουθες οικογένειες (εξαιρούνται Branchiobdellidae και Aeolosomatidae για λόγους που επεξηγούνται στον Ν.Ο.):

  • Τάξη Lumbriculida
      • Οικογενεια Lumbriculidae
  • Τάξη Moniligastrida
      • Οικογενεια Moniligastridae
  • Τάξη Haplotaxida
    • Υποτάξη Haplotaxina
      • Οικογενεια Haplotaxidae
    • Υποτάξη Tubificina
    • Superοικογενεια Tubificoidea
    • Υποτάξη Tubificina
    • Superοικογενεια Tubificoidea
      • Οικογενεια Tubificidae
      • Οικογενεια Phreodrilidae
      • Οικογενεια Dorydrilidae
      • Οικογενεια Naididae
      • Οικογενεια Opistocystidae
    • Superοικογενεια Enchytraeoidea
      • Οικογενεια Enchytraeidae
    • Υποτάξη Lumbricina
    • Superοικογενεια Alluroidoidea
      • Οικογενεια Alluroididae
    • Superοικογενεια Criodriloidea*
      • Οικογενεια Criodrilidae
    • Superοικογενεια Lumbricoidea
      • Οικογενεια Lumbricidae
      • Οικογενεια Sparganophilidae
      • Οικογενεια Komarekionidae
      • Οικογενεια Diporochaetidae
      • Οικογενεια Ailoscolecidae
      • Οικογενεια Hormogastridae
      • Οικογενεια Lutodrilidae*
    • Superοικογενεια Biwadriloidea*
      • Οικογενεια Biwadrilidae*
    • Superοικογενεια Glossoscolecoidea*
      • Οικογενεια Glossoscolecidae
      • Οικογενεια Kynotidae*
      • Οικογενεια Microchaetidae
      • Οικογενεια Almidae*
    • Superοικογενεια Megascolecoidea
      • Οικογενεια Megascolecidae
      • Οικογενεια Ocnerodrilidae
      • Οικογενεια Acanthodrilidae
      • Οικογενεια Octochaetidae
      • Οικογενεια Eudrilidae

Ορισμένες από τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην ταξινόμηση ήταν είτε το αποτέλεσμα της ανακάλυψης ειδών που ήταν άγνωστα προηγουμένως είτε αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης περισσότερο επιλεκτικών τεχνικών μεθόδων. Η οικογένεια Lutodrilidae στην οποία περιέχεται μονάχα το είδος Lutodrilus multivesiculatus McMahan, 1976 περιγράφτηκε μετά από την δημοσίευση στον Ν.Ο. άλλης μιας οικογένειας που περιλαμβάνει μόνο ένα είδος, της Biwadrilidae η οποία περιλαμβάνει μόνο το είδος Biwadrilus bathybates (Stephenson, 1917).

Στην οικογένεια Kynotidae περιέχονται περίπου δώδεκα ειδή, όλα εκ των οποίων ανήκουν σε ένα και μοναδικό γένος, το Kynotus. Η τελευταία νέα οικογένεια που πρέπει να περιληφθεί σε αυτό το σύστημα είναι η οικογένεια Almidae, η οποία περιέχει έξι γένη: τα Alma, Callidrilus, Drilocrius, Glyphidrilus, Glyphidrilocrius και Areco.

Η ταξινόμηση των οικογενειών των ολιγοχαιτών στα microdrile παραμένει ίδια, παρότι η δραστηριότητα της συστηματικής ταξινόμησης τους σε ορισμένες ομάδες είναι έντονη. Δύο επισημάνσεις πρέπει να αναφερθούν. Ο Christer Erséus εντόπισε μια ποικιλόμορφη θαλάσσια πανίδα και μάλιστα με ενδιαφέρουσα ανατομία στα tubificid (π.χ. βλέπε Erséus, 1980, και τις καταχωρήσεις σε αυτό το τεύχος). Οι Loden και Harman (1980) απέδειξαν πως ορισμένα naidids παράγουν μορφολογικά διαφορετικά σμήριγγες/ τριχίδια ως αντίδραση στις διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Ένα «είδος» «μεταλλάχθηκε» σε ένα δεύτερο “είδος” μέσω διαχείρισης της ιοντικής συγκέντρωσης στο νερό της λίμνης που διαβιεί. Αυτή η φαινοτυπική παραλλαγή και η πιθανή εμφάνιση άλλων συγγενικών ειδών, τα οποία είναι γνωστά για άλλα είδη των annelids (Grassle και Grassle, 1976), αποτελούν δύο πρόσθετες πηγές δυσκολιών για τους ταξινόμους των oligochaete και πιθανότατα να σηματοδοτεί την αναγκαιότητα μιας επαναξιολόγησης σε ότι αφορά στις συγκεκριμένες.

Δύο σημαντικές συναντήσεις των ειδικών της ταξινόμησης των oligochaete διεξήχθησαν από τότε που ο N.O. δημοσιεύτηκε. Και οι δύο συναντήσεις κατέληξαν σε συγκεκριμένες προτάσεις, με προσεγγίσεις συνεργασίας προκειμένου να επιλυθούν τα ταξινομικά προβλήματα και να δημιουργηθεί ένα σταθερό σύστημα ονοματολογίας.

Το Δεύτερο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο για τους Δακτυλιοσκώληκες εδάφους (Jaca, Ισπανία, 1975) που ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1976 στο Institut für Bodenbiologie (στο Braunschweig, Γερμανία), ο Διεθνής Οργανισμός Ταξινομιστών για Oligochaete έθεσε τους ακόλουθους στόχους: την προώθηση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των μελετητών σε όλα τα επίπεδα που αφορούν στην oligochaetology και ιδίως μέσω της διοργάνωσης συναντήσεων και της δημοσίευσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων που αφορούν στην έρευνα των Oligochaete, την ενθάρρυνση της έρευνας που αφορά σε ευρέως αποδεκτά και αντικειμενικά προβλήματα καθώς και στη δρομολόγηση και εκπόνηση λίστας ελέγχου που θα τίθενται προς κρίση ανάλογα με τις απαιτήσεις. Η επιτροπή εξέλεξε για τη διαχείριση των υποθέσεων του Οργανισμού τους: Πρόεδρο τον Δρ Α. Zicsi Βουδαπέστη), Αντιπρόεδρο τον Dr, Ο. Graff (Braunschweig), ειδικό Γραμματέα για τα Aquatic Oligochaeta τον κ. Μ. Dzwillo ( Αμβούργο) και ειδική Γραμματέα για τα Επίγεια Oligochaeta την κ. RW Sims (Λονδίνο).

Το πρώτο Διεθνές Συμπόσιο για τη Βιολογία των Aquatic Oligochaeta, σχεδιάσθηκε κατά τη Διεθνή Ένωση Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Λιμνολογίας στο τριετές συνέδριο (Κοπεγχάγη, Δανία, 1977) και διεξήχθη στο Σίντνεϊ, στη Βρετανική Κολούμπια, Καναδάς Μάιο του 1979 και οι εργασίες του δημοσιεύτηκαν (Brinkhurst και Cook, 1980). Ο Brinkhurst (op. σελ. 512) εντόπισε την ανάγκη διεξαγωγής μιας σειράς συσκέψεων προκειμένου να συζητηθούν διάφορα ταξινομικά προβλήματα και πρότεινε τη σύσταση μιας επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την κάθε οικογένεια των microdrile, η οποία θα ερευνά και θα συγκρίνει τις απόψεις σε εξειδικευμένα θέματα (πολλά από τα οποία αναγνώρισε ο ίδιος). Ορισμένες απο τις επιτροπές ραστηριοποιούνται ήδη και οι ενδιαφερόμενοι μελετητές προτρέπονται να επικοινωνήσουν με τον Δρ RO Brinkhurst (Sidney, BC) για περισσότερες πληροφορίες.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο N.O., στόχος μας είναι να εκδίδονται συμπληρωματικά τεύχη κάθε 5 έως 10 έτη προκειμένου να ενημερώνεται και διορθώνεται το αρχικό τεύχος (διατίθεται από το Πανεπιστήμιο του New Brunswick Book Store, PO Box 4400, Fredericton, NB, Καναδάς, E3B 5A3, 15$) και τα συμπληρώματα του (Αυτό δεν ισχύει πια, καθώς το βιβλιοπωλείο UNB διέθετε τα βιβλία, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει τον κύριο/υπεύθυνο συντάκτη τους). Για να συνεχιστεί το έργο αυτό, ζητάμε και πάλι από τους συναδέλφους μας να μας ενημερώσουν για λάθη και παραλείψεις, και να μας στείλουν αντίτυπα με δημοσιεύσεις σχετικές με nomenclaturally τους για στο κύριο συντάκτη παραλείψεις. – J.W.R. και D.G.C. (1989)


Βιβλιογραφία

Brinkhurst, R. O. and D. G. Cook (editors). 1980. Aquatic oligochaete biology. Plenum Press, New York. 529 p.

Erséus, C. 1980. Specific and generic criteria in marine Oligochaeta, with special emphasis on Tubificidae. p. 9-24, In R. O. Brinkhurst and D. G. Cook (Eds.) Aquatic oligochaete biology. Plenum Press, New York.

Grassle, J. P. and J. F. Grassle. 1976. Sibling species in the marine pollution indicator Capitella (Polychaeta). Science 192: 567-569.

Linneus [sic: Linnaeus], C. 1758. Systema Naturae. Holmiae. 10th edition.

Loden, M. S. and W. J. Harman. 1980. Ecophenotypic variation in setae of Naididae (Oligochaeta). p. 33-39, In R. O. Brinkhurst and D. G. Cook (Eds.) Aquatic oligochaete biology. Plenum Press, New York.

Reynolds, J. W. and D. G. Cook. 1976; Nomenclatura Oligochaetologica: a catalogue of names, descriptions and type specimens of the Oligochaeta. University of New Brunswick, Fredericton, 217 p.

back to top



ΠΡΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑΠ
ρωτότυπος τίτλος Nomenclatura Oligochaetologica Supplementum Secundum (Reynolds και Cook, 1989)

Στο πρωτότυπο τόμο του καταλόγου Nomenclatura (Reynolds and Cook, 1976) (ο οποίος από εδώ και στο εξής θα αναφέρεται με τη συντομογραφία N.O.), επιχειρήσαμε να προσαρτήσουμε όλα τα ονόματα των γενών, των ειδών και υποειδών που χρησιμοποιήθηκαν για τα ολιγοχαίτα από την εποχή του Ληναίου, στην 10η έκδοση του έργου του Systema Naturae (1758) έως και τις 31 Δεκεβριου 1975. Για το κάθε όνομα παραθέτουμε όλες τις γνωστές πληροφορίες για την πρωτότυπη περιγραφή και καταγραφή των συγκεκριμένων ολοτύπων. Το 1981 δημοσιεύσαμε το πρώτο συμπληρωματικό τεύχος του Ν.Ο. (Reynolds και Cook, 1981) (το οποίο στο εξης θα αναφέρεται ως N.O.S.P.), στο οποίο ενημερώθηκαν οι γενικές και ειδικές ονοματολογίες έως 31 Δεκεμβριου 1980 και διορθώθηκαν τυχόν λάθη και παραλείψεις του τεύχους Ν.Ο. Σε αυτό το δεύτερο συμπληρωματικό τεύχος διορθώθηκαν και ενημερώθηκαν όλες οι παρεχόμενες πληροφορίες ως τις 31 Δεκεμβρίου 1988 και για πρώτα φορά, παρέχει ένα Ευρετήριο ονομάτων για τα υπογένη.

Πιστευτούμε ότι είναι αναγκαίο να επαναληφτεί ο σκοπός του Ν.Ο. ή καθώς και των επεξηγήσεων της ορολογίας και της χρήσης της. Το παρών συμπληρωματικό τεύχος θα ήταν άνευ σημασίας αν δεν συσχετιζόταν με τα περιεχόμενα που καλύπτονται στα τεύχη των N.O. και N.O.S.P.

Επτά οικογένειες θα πρέπει να προστεθούν στο κατάλογο του τεύχους N.O.S.P.:

  • Τάξη Lumbriculida
      • Οικογένεια Kurenkovidae Sokolskaya [‘Kurenovidae’ (sic) – N.O.S.S., pp. 1, 2, 3, 4, 5, 6]
  • Τάξη Haplotaxida
    • Υποτάξη Haplotaxina
      • Οικογένεια Tiguassidae Brinkhurst
    • Υποτάξη Tubificina
      • Οικογένεια Lycodrilidae Svetlov
      • Οικογένεια Capilloventeridae Harman et Loden
      • Οικογένεια Narapidae Righi et Varela
      • Οικογένεια Randiellidae Erséus et Strehlow
    • Υποτάξη Lumbricina
      • Οικογένεια Labatocerebridae Reiger

Τα ονόματα από τα υπογένη, έχουν συμπληρωθεί πλέον στον κατάλογο Nomenclator, όπως και τα γένη καταχωρήθηκαν σε μια οικογένεια. Υπάρχει επίσης μια διασταυρούμενη παραπομπή για τα γένη με τα οποία έχουν ποικιλοτρόπως συνδεθεί. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ονομασίες για τα υπογένη, είναι ισότιμα σημαντικές με αυτές του γένους για τους ονοματολογικούς σκοπούς.

Στόχος μας είναι να συνεχίσουμε να παράγουμε συμπληρωματικά τεύχη κάθε 5 έως 10 έτη για ενημέρωση και διόρθωση των τευχών Ν.Ο και N.O.S.P. (διαθέσιμα από το Πανεπιστήμιο του New Brunswick Book Store, PO Box 4400, Fredericton, NB Canada E3B 5A3, για Can $ 15). (Αυτό δεν ισχύει πια καθότι το UNB Βιβλιοπωλείο διέθεσε τα βιβλία χωρίς να ενημερώσει τον αρχισυντάκτη τους). Για να συνεχιστεί το έργο αυτό, ζητάμε και πάλι από τους συναδέλφους μας να μας ενημερώσουν για λάθη και παραλείψεις, και να μας στείλουν αντίτυπα με δημοσιεύσεις σχετικές με nomenclaturally τους για στο κύριο συντάκτη.

– J.W.R. και D.G.C. (1989)


Βιβλιογραφία

Linnaeus, C. 1758. Systema Naturae. Holmiae. 10th edition.

Reynolds, J.W. and D.G. Cook. 1976. Nomenclatura Oligochaetologica: a catalogue of names, descriptions and type specimens of the Oligochaeta. University of New Brunswick, Fredericton. 217 p.

Reynolds, J.W. and D.G. Cook. 1981. Nomenclatura Oligochaetologica: Supplementum Primum. A catalogue of names, descriptions and type specimens of the Oligochaeta. University of New Brunswick, Fredericton. 39 p.

back to top



ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
ρωτότυπος τίτλος Nomenclatura Oligochaetologica Supplementum Tertium (Reynolds και Cook, 1993)

Το τρίτο συμπληρωματικό τευχος Ν.Ο.S.Τ. του Nomenclatura Oligochaetologica (N.O.) ενημερώνει, (Addenda Editioni Primae) και διορθώνει (Corrigenda Editioni Primae) τα ονόματα γένους, υπογένους, ειδών και υποειδών των Ολιγοχαιτών που δημοσιεύτηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Τα γένη καταχωρήθηκαν στις ίδιες οικογένειες (infra, p. 4) που αναγνωρίστηκαν στο δεύτερο συμπληρωματικό τεύχος (Ν.Ο.S.S). H μοναδική συστηματική αλλαγή είναι ο διαχωρισμός της οικογένειας των Enchytraeidae από αυτή των Tubificina σε αυτόνομη υποτάξη μονο-οικογένειας, ο διαχωρισμός των τεσσάρων οικογενειών σε τρεις υπερ-οικογένειες [Jamieson, 1980; Rev. Écol. Biol. Sol 17(2): 261-275] και η νέα οικογένεια Propappidae [Coates, 1986; Proc. Biol. Soc. Wash. 99(3): 417-428].

Μια σύνοψη των νέων καταχωρήσεων στις ομάδες ταξινόμησης για τους τέσσερις τόμους παρουσιάζεται παρακάτω:

  Νέα Γένη Νέα υπογένη Νέα είδη
N.O. 573 5,753
N.O.S.P. 47 401
N.O.S.S. 73 34 694
N.O.S.T. 46 6 406

Στόχος μας είναι να συνεχίσουμε να παράγουμε συμπληρωματικά τεύχη κάθε 5 έως 10 ετη για ενημέρωση και να διόρθωση των τευχών Ν.Ο και N.O.S.P. (διαθέσιμα από το Πανεπιστήμιο του New Brunswick Book Store, PO Box 4400, Fredericton, NB Canada E3B 5A3, για Can $15). (Αυτό δεν ισχύει πια καθότι το UNB Βιβλιοπωλείο διέθεσε τα βιβλία χωρίς να ενημερώσει τον κύριο συντάκτη τους). Τα NOSS και N.O.S.T. τεύχη είναι διαθέσιμα από το New Brunswick Μουσείο, 277 Douglas Avenue, Saint John, NB, Καναδάς E2K 1E χωρίς κόστος. Για να συνεχιστεί το έργο αυτό, ζητάμε και πάλι από τους συναδέλφους μας να μας ενημερώσουν για λάθη και παραλείψεις, και να μας στείλουν αντίτυπα με δημοσιεύσεις σχετικές με nomenclaturally τους για στο κύριο συντάκτη. – J.W.R. and D.G.C. (1993)

back to top